γερνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γερνώ < → δείτε τη λέξη γερνάω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝeɾˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γερ‐νώ
- τονικό παρώνυμο: γέρνω
Ρήμα[επεξεργασία]
γερνώ
- άλλη μορφή του γερνάω