γεροντάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεροντάκι τα γεροντάκια
      γενική
    αιτιατική το γεροντάκι τα γεροντάκια
     κλητική γεροντάκι γεροντάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεροντάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γεροντάκι. Συγχρονικά αναλύεται σε γέροντ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεροντάκι ουδέτερο και γεροντάκος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γέρος



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεροντάκι τα γεροντάκια
      γενική
    αιτιατική το γεροντάκι τα γεροντάκια
     κλητική γεροντάκι γεροντάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεροντάκι < γέροντ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεροντάκι ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]