γεροξούρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γεροξούρας | οι | γεροξούρες |
γενική | του | γεροξούρα | — | |
αιτιατική | τον | γεροξούρα | τους | γεροξούρες |
κλητική | γεροξούρα | γεροξούρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝe.ɾoˈksu.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ρο‐ξού‐ρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γεροξούρας αρσενικό
- (προφορικό, ειρωνικό, μειωτικό) (ανόητος, ξεμωραμένος ή φλύαρος) γέρος (που εκνευρίζεται και γκρινιάζει με το παραμικρό)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεροξούρας
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γεροξούρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γερο- από το γέρος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούρας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)