γηρύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

γηρύω < γῆρυς (φωνή, λαλιά)

γηρύω ( & δωρικός τύποςγαρύω)

  1. μιλάω
  2. φωνάζω
  3. ψάλλω

Συγγενικά

[επεξεργασία]