γιαλαντζί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιαλαντζί < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική یالانجی (ψεύτης), τουρκική yalancı < γιαλαντζί (yalan, ψέμα) + γιαλαντζί (-cı)
Επίθετο
[επεξεργασία]γιαλαντζί άκλιτο
- ψεύτικος
- ※ Καθώς σουρούπωνε, ένας αληθινός ιερέας κι ένας γιαλαντζί ιερομόναχος ανάμεσα στο άχρωμο πλήθος διάβαιναν τους δρόμους της Αθήνας (Αναστασία Καλλιοντζή, Πόσο λίγο κρατάει η ευτυχία, Εκδ. Μεταίχμιο, 2014)
- ※ Μίλαγε ούλη η φαμίλια ελληνικά κανονικότατα, αφού ήτανε Βορειοηπειρώτες Ελληναράδες κανονικοί, όχι γιαλαντζί (Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Χάθηκε βελόνι, Εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
- ※ Ο Δ. Κουτσούμπας πρόσθεσε ότι «η 'γιαλαντζί' Αριστερά για μια ακόμα φορά στην Ιστορία αποδείχτηκε 'ορίτζιναλ' εκπρόσωπος της εξουσίας του κεφαλαίου». (εφημερίδα Η Αυγή, 31.01.2017)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιαλαντζί
|
Επίρρημα
[επεξεργασία]γιαλαντζί
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)