γιαρμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γιαρμάς | οι | γιαρμάδες |
γενική | του | γιαρμά | των | γιαρμάδων |
αιτιατική | τον | γιαρμά | τους | γιαρμάδες |
κλητική | γιαρμά | γιαρμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιαρμάς αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιαρμάς
|