γινόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γινόμενο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γινόμενο ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού δύο ή περισσότερων παραγόντων
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εσωτερικό γινόμενο: το γινόμενο του πολλαπλασιασμού διανυσμάτων που είναι αριθμός
- εξωτερικό γινόμενο: το γινόμενο του πολλαπλασιασμού διανυσμάτων που είναι διάνυσμα
- μικτό γινόμενο: το εσωτερικού γινόμενο του εξωτερικού γινομένου δύο διανυσμάτων με το ένα τρίτο διάνυσμα
- καρτεσιανό γινόμενο: το σύνολο όλων των ζευγών που προκύπτουν από δύο σύνολα, όπου τα δύο στοιχεία του κάθε ζεύγους προέρχονται και από τα δύο σύνολα