γινόμενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γινόμενο τα γινόμενα
      γενική του γινομένου
γινόμενου
των γινομένων
    αιτιατική το γινόμενο τα γινόμενα
     κλητική γινόμενο γινόμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γινόμενο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γινόμενο ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • εσωτερικό γινόμενο: το γινόμενο του πολλαπλασιασμού διανυσμάτων που είναι αριθμός
  • εξωτερικό γινόμενο: το γινόμενο του πολλαπλασιασμού διανυσμάτων που είναι διάνυσμα
  • μικτό γινόμενο: το εσωτερικού γινόμενο του εξωτερικού γινομένου δύο διανυσμάτων με το ένα τρίτο διάνυσμα
  • καρτεσιανό γινόμενο: το σύνολο όλων των ζευγών που προκύπτουν από δύο σύνολα, όπου τα δύο στοιχεία του κάθε ζεύγους προέρχονται και από τα δύο σύνολα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]