γιουτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιουτώ < (άμεσο δάνειο) ιταλική aiutare

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝuˈto/

γιουτώ