γιούσουρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιούσουρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική yüsrü < αραβική يسر (yusr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιούσουρι ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]