γκάιντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γκάιντα | οι | γκάιντες |
γενική | της | γκάιντας | — | |
αιτιατική | την | γκάιντα | τις | γκάιντες |
κλητική | γκάιντα | γκάιντες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκάιντα < (άμεσο δάνειο) τουρκική gayda < ισπανική gaita < πιθανή καταγωγή από γοτθική 𐌲𐌰𐌹𐍄𐍃 (gaits, κατσίκα) από το δέρμα του ζώου για τον ασκό του οργάνου[1]
- ή από την βουλγαρική гайда (gájda) απ' όπου η οθωμανική τουρκική غایده (gâyda), η τουρκική και πολλά συγγενή σε γλώσσες της Βαλκανικής. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɡai̯.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκάι‐ντα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκάιντα θηλυκό ή γκάιδα, γάιδα, κάιντα
- (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από ασκί, επιστόμιο και δύο η περισσότερους αυλούς
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γκάιντα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκάιντα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)