γκάλοπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γκαλόπ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκάλοπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική gallup (poll) < από τον αμερικανό στατιστικολόγο George H. Gallup

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκάλοπ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]