γκέιλικ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκέιλικ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]