γκούντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκούντα < (άμεσο δάνειο) ολλανδική Gοuda (όνομα ολλανδικής πόλης: Χάουντα)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκούντα ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ολλανδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ολλανδικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τυριά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)