γκρεμοτσακίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκρεμοτσακίζω < γκρεμός + -ο- + τσακίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /gre.mo.tsaˈki.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκρε‐μο‐τσα‐κί‐ζω

γκρεμοτσακίζω (παθητική φωνή: γκρεμοτσακίζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) ρίχνω κάποιον σε γκρεμό ή σε απότομο τόπο, ώστε να τσακιστεί
  2. (μεταφορικά) ρίχνω, εξαφανίζω, ξεκουμπίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]