γκριζάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]γκριζάρω
- γίνομαι γκρίζος
- μετά τα 50 τα μαλλιά του άρχισαν να γκριζάρουν
- (μεταφορικά) γερνάω, γκριζάρουν τα μαλλιά μου