γκρόβερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ένα γκρόβερ (1)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκρόβερ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκρόβερ ουδέτερο άκλιτο

  • είδος κομμένης ροδέλας που χρησιμεύει για τη διατήρηση του σφιξίματος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]