γλυκοκοιτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλυκοκοιτάζω < γλυκά + κοιτάζω

γλυκοκοιτάζω

  1. κοιτάζω κάτι ή κάποιον επιθυμώντας να το αποκτήσω (αναφέρεται συνήθως στην ερωτική προσέγγιση)
    γλυκοίταζε τη γυναίκα του γείτονα και στο τέλος βρήκε τον μπελά του

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]