γλωσσοκοπάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλωσσοκοπάνα | οι | γλωσσοκοπάνες |
γενική | της | γλωσσοκοπάνας | — | |
αιτιατική | τη | γλωσσοκοπάνα | τις | γλωσσοκοπάνες |
κλητική | γλωσσοκοπάνα | γλωσσοκοπάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλωσσοκοπάνα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλωσσοκοπάνα
|