γνωμοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γνωμοδοτώ < (ελληνιστική κοινή) γνωμοδοτέω-γνωμοδοτῶ

γνωμοδοτώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]