γοιόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γοιόν < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

γοιόν

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • σελ. 513 - Αθανάσιος Α. Σακελλάριος (1826-1901). Τα Κυπριακά, Τόμος Β΄
  • γοιόν @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γοιόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἷον

Επίρρημα

[επεξεργασία]

γοιόν

  • όπως, σαν
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 105, στ. 2 & 3 (στίχοι 7-12) @georgakas.lit.auth.gr
    Μέσα καρδιά μου ἁντὰν τῆς ἔρτη θάρος
    γοιὸν τὸ δεντρὸν τὸμ Μάρτην πρασινίζει
    κι ὡς γοιὸν μὲ δίχα κάψα λάμπουν τ’ ἄστρα
    ἴτσου κ’ ἐμὲν θέλ’ εἶσταιν τὸ λαμπρόν μου,
    ἂν ἔν καὶ νὰ μὲ δοῦν τὰ γλυκιὰ μμάτια
    καὶ τὰ δικά μου σκιάσουσιν ὡς ἥλιος.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]