γομφίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γομφίος | οι | γομφίοι |
γενική | του | γομφίου | των | γομφίων |
αιτιατική | τον | γομφίο | τους | γομφίους |
κλητική | γομφίε | γομφίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γομφίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γομφίος < γόμφος < πρωτοελληνική *gómpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵómbʰos (δόντι, πάσσαλος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣoɱˈfi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γομ‐φί‐ος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γομφίος αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) ο τραπεζίτης (το δόντι)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)