γονιδίωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γονιδίωμα ουδέτερο
- (νεολογισμός) (γενετική), (ιατρική) το σύνολο της γενετικής πληροφορίας που είναι αποθηκευμένη στο DNA ενός κυττάρου ή στο DNA (ή και RNA) ενός ιού.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γονίδιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γονιδίωμα στη Βικιπαίδεια