γουακαμόλε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣua.kaˈmo.le/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γουα‐κα‐μό‐λε
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουακαμόλε ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) μεξικάνικη σάλτσα με βάση το αβοκάντο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)