γουνάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γουνάκι | τα | γουνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γουνάκι | τα | γουνάκια |
κλητική | γουνάκι | γουνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γουνάκι < γούνα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουνάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του γούνα
- μικρή λωρίδα γούνας, γούνινη εσάρπα
- νυφικό γουνάκι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γούνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γουνάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)