γουρουνότριχα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουρουνότριχα οι γουρουνότριχες
      γενική της γουρουνότριχας των γουρουνοτριχών
    αιτιατική τη γουρουνότριχα τις γουρουνότριχες
     κλητική γουρουνότριχα γουρουνότριχες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γουρουνότριχα < γουρούνι + τρίχα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γουρουνότριχα θηλυκό

  1. η σκληρή τρίχα του γουρουνιού
  2. γουρουνίσια τρίχα, κυρίως από τη ράχη, που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες ως ψιλή βελόνα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]