γούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γούμενος < ηγούμενος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γούμενος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) (ποιητικός τύπος) άλλη μορφή του ηγούμενος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γούμενος
|