γούναρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γούναρης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γούναρης αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) ο γουναράς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Γούναρης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γούναρης
|