γράμμωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γράμμωση οι γραμμώσεις
      γενική της γράμμωσης* των γραμμώσεων
    αιτιατική τη γράμμωση τις γραμμώσεις
     κλητική γράμμωση γραμμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γραμμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γράμμωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γράμμωση θηλυκό

  1. καλοσχηματισμένοι μύωνες λόγω εκγύμνασης
  2. χαρακιές ή λωρίδες που φαίνονται σε ένα υλικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]