γραβιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γραβιέρα | οι | γραβιέρες |
γενική | της | γραβιέρας | — | |
αιτιατική | τη | γραβιέρα | τις | γραβιέρες |
κλητική | γραβιέρα | γραβιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γραβιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική groviera < γαλλική Gruyère (στη γαλλόφωνη Ελβετία όπου παράγεται) < μεσαιωνική λατινική Gruerius < γαλλική grue (το πουλί γερανός) < λατινική grus (το πουλί γερανός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣɾaˈvʝe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρα‐βιέ‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραβιέρα θηλυκό
- (τυρί) είδος ελληνικού σκληρού κίτρινου τυριού
- (τυρί, σπάνιο) παρόμοιο είδος τυριού, ελβετικής προέλευσης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γραβιέρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυριά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)