γραμμικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραμμικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του γραμμικού
- η ομαλή πορεία, η ομαλή εξέλιξη χωρίς σκαμπανεβάσματα
- το μονοδιάστατο