γραμμογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραμμογράφος αρσενικό
- (παρωχημένο) όργανο με το οποίο σχεδιάζουμε διάφορες γραμμές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- γραμμογράφημα
- γραμμογράφηση
- γραμμογραφία
- γραμμογραφικός
- γραμμογραφώ
- → δείτε τις λέξεις γραμμή και γράφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γραμμογράφος
|