γραμμοκώδικας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γραμμοκώδικας αρσενικό
- (νεολογισμός) σύνολο παράλληλων ανισόπαχων γραμμών, που περιέχει πληροφορίες που αφορούν το προϊόν στο οποίο αναγράφεται