γρεναδιέρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρεναδιέρος οι γρεναδιέροι
      γενική του γρεναδιέρου των γρεναδιέρων
    αιτιατική τον γρεναδιέρο τους γρεναδιέρους
     κλητική γρεναδιέρε γρεναδιέροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γρεναδιέρος < γαλλική grenadier < grenade +‎ -ier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣɾe.naˈðʝe.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρε‐να‐διέ‐ρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γρεναδιέρος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]