γρηγορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γρηγορώ < ελληνιστική γρηγορῶ < αρχαία ελληνική ἐγρηγορῶ < ἐγρήγορα, Παρακείμενος του ἐγείρω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣɾi.ɣoˈɾo/

γρηγορώ

  1. (λόγιο) είμαι ξύπνιος, επαγρυπνώ
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι σε πνευματική εγρήγορση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]