γυαλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γυάλια
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γυαλιά
      γενική των γυαλιών
    αιτιατική τα γυαλιά
     κλητική γυαλιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα ζευγάρι γυαλιά οράσεως.
Γυαλιά ηλίου.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυαλιά < πληθυντικός αριθμός του γυαλί

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʝaˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυα‐λιά
τονικό παρώνυμο: Γυάλια (τοπωνύμιο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυαλιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • ζευγάρι φακών (από γυαλί ή άλλο υλικό), αναρτημένων σε ειδικό σκελετό (κοκάλινο, μεταλλικό κ.λπ.), που φοριέται μπροστά από τα μάτια για τη διόρθωση ελαττωματικής όρασης ή για την προστασία από τον ήλιο.
    φοράω γυαλιά
    γυαλιά ηλίου, οράσεως, μυωπίας, υπερμετρωπίας
    (και στον ενικό) φόρα, επιτέλους, το γυαλί σου, αφού δε βλέπεις να διαβάσεις!

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]