γυναικοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυναικοκτόνος < ελληνιστική κοινή γυναικοκτόνος < αρχαία ελληνική γυνή + κτείνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυναικοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό
- που διαπράττει γυναικοκτονία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυναικοκτόνος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)