γυρεόκοκκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γυρεόκοκκος < γύρη < (ελληνιστική κοινή) γῦρις + κόκκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γυρεόκοκκος αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γυρεόκοκκος
|