γύλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Γύλος (Coris julis)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γύλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γύλος αρσενικό

  • (ψάρι) μικρό, μακρύ ψάρι με καστανή ή πράσινη πλάτη και λευκή κοιλιά. Έχει μικρά μάτια και μυτερό ρύγχος. Σπάνια ζυγίζει πάνω από 150 γραμμάρια. Είναι ιδιαίτερα γευστικό και μπορεί να τηγανιστεί, ψηθεί στο γκριλ ή να γίνει ψαρόσουπα μαζί με άλλες ποικιλίες πετρόψαρων.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]