γύλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γύλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γύλος αρσενικό
- (ψάρι) μικρό, μακρύ ψάρι με καστανή ή πράσινη πλάτη και λευκή κοιλιά. Έχει μικρά μάτια και μυτερό ρύγχος. Σπάνια ζυγίζει πάνω από 150 γραμμάρια. Είναι ιδιαίτερα γευστικό και μπορεί να τηγανιστεί, ψηθεί στο γκριλ ή να γίνει ψαρόσουπα μαζί με άλλες ποικιλίες πετρόψαρων.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γύλος στη Βικιπαίδεια