δάχτυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δάχτυλος | οι | δάχτυλοι |
γενική | του | δαχτύλου & δάχτυλου |
των | δαχτύλων |
αιτιατική | τον | δάχτυλο | τους | δαχτύλους |
κλητική | δάχτυλε | δάχτυλοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δάχτυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δάκτυλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δάχτυλος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη δάκτυλος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)