δίδυμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δίδυμο < ουσιαστικοποιημένο επίθετο δίδυμος
  • Αντικείμενο λίστας με τελείες

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δίδυμο ουδέτερο

  1. καθένα από τα δίδυμα αδέλφια
    ※  Αγαπιόμαστε πολύ, όπως αγαπιούνται τα δίδυμα. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)
  2. για δύο άτομα που συνεργάζονται στενά ή που εμφανίζονται πάντοτε μαζί. Έχει και ειρωνική χροιά
    το καλλιτεχνικό δίδυμο του τάδε και του δείνα
    το δίδυμο της αντιπαλότητας
    το δίδυμο της συμφοράς
  3. η στοιχηματική πρόβλεψη στον ιππόδρομο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  1. ντουέτο, ζευγάρι

Επίθετο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]