δανειοδοτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δανειοδοτώ < δάνειο + -δοτώ (< δίδωμι / δίνω)

δανειοδοτώ

  • δίνω δάνειο σε κάποιον· λέγεται για το κράτος ή για τράπεζες
οι τράπεζες δανειοδοτούν τους πελάτες τους για διάφορους σκοπούς, πχ για αγορά ακινήτων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]