δασωνύμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δασωνύμιο | τα | δασωνύμια |
γενική | του | δασωνύμιου & δασωνυμίου |
των | δασωνύμιων & δασωνυμίων |
αιτιατική | το | δασωνύμιο | τα | δασωνύμια |
κλητική | δασωνύμιο | δασωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δασωνύμιο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δασωνύμιο
|