δασύτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δασύτητα < αρχαία ελληνική δασύτης < δασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dens- < *dn̥s- (παχύς, πυκνός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δασύτητα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δασύτητα
|