δαχτυλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δαχτυλάκι | τα | δαχτυλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δαχτυλάκι | τα | δαχτυλάκια |
κλητική | δαχτυλάκι | δαχτυλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δαχτυλάκι < υποκοριστικό του δάχτυλο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δαχτυλάκι ουδέτερο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- μόνο να κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι: αρκεί να κάνω μια ελάχιστη κίνηση-ενέργεια, για να πετύχω αυτό που θέλω
- δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι: δεν κάνω ούτε την παραμικρή ενέργεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δαχτυλάκι
|