δειπνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δειπνίζω < δεῖπνον

δειπνίζω

  1. διασκεδάζω στο δείπνο
  2. προσφέρω σε κάποιον δείπνο