δεκαπενταμελές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðe.ka.pen.da.meˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κα‐πε‐ντα‐με‐λής
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- δεκαπενταμελές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεκαπενταμελής. Εννοείται η λέξη συμβούλιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεκαπενταμελές ουδέτερο
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- δεκαπενταμελές: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δεκαπενταμελές (γενική εν. δεκαπενταμελούς)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεκαπενταμελής