δεντροφυτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δεντροφυτεύω < δεντρο- + φυτεύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðen.dɾo.fiˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐ντρο‐φυ‐τεύ‐ω

δεντροφυτεύω, αόρ.: δεντροφύτεψα, παθ.φωνή: δεντροφυτεύομαι, π.αόρ.: δεντροφυτεύτηκα, μτχ.π.π.: δεντροφυτεμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]