δεύτερη φωνή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις δεύτερος και φωνή

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

δεύτερη φωνή θηλυκό

  • (μουσική) μελωδία, φωνή που συνηχεί αρμονικά και συνοδεύει την κύρια μελωδία (την πρώτη φωνή) ή συνηχεί και με άλλες φωνές στα πολυφωνικά έργα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]