δημοσιοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δημοσιοποίηση | οι | δημοσιοποιήσεις |
γενική | της | δημοσιοποίησης* | των | δημοσιοποιήσεων |
αιτιατική | τη | δημοσιοποίηση | τις | δημοσιοποιήσεις |
κλητική | δημοσιοποίηση | δημοσιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημοσιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημοσιοποίηση < δημοσιοποιώ + -ση
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημοσιοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δημοσιοποιώ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις δημοσιοποιώ, δημόσιος, δήμος και ποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημοσιοποίηση