δημοτολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δημοτολόγιο | τα | δημοτολόγια |
γενική | του | δημοτολόγιου & δημοτολογίου |
των | δημοτολόγιων & δημοτολογίων |
αιτιατική | το | δημοτολόγιο | τα | δημοτολόγια |
κλητική | δημοτολόγιο | δημοτολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημοτολόγιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημοτολόγιο